θυλακοειδές

θυλακοειδές
θυλακοειδής
like a bag
masc/fem voc sg
θυλακοειδής
like a bag
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυλακοειδής — ές (Α θυλακοειδής, ές) όμοιος με θύλακο, με σακούλι νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + ειδής] …   Dictionary of Greek

  • σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… …   Dictionary of Greek

  • σποριόσακος — ο, Ν ζωολ. ωοειδές θυλακοειδές σώμα το οποίο αποτελείται από μία γονάδα που είναι το εκφυλισμένο γονοζωίδιο ενός σιφωνοφόρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”